ατταταί

ατταταί
ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α)
επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀτταταῖ — indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀτταταῖ — ἀτταταῖ , ἀτταταῖ indeclform (exclam) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”